- θερμοτροπία
- ηο θερμοτροπισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θερμοτροπισμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμοτροπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμοτροπία ή έχει τάση για θερμοτροπία («θερμοτροπικά φυτά»). επίρρ... θερμοτροπικώς και ά με θερμοτροπικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermotropic < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + tropic… … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek